- γεύση
- Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα αυτά βρίσκονται μέσα στο επιθήλιο του βλεννογόνου και είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο στη ράχη της γλώσσας, ώστε να σχηματίζουν ένα κεφαλαίο Λ με την κορυφή του προς την κορυφή της γλώσσας (γευστικό λάμδα).
Κάθε γευστικός κάλυκας αποτελείται από δύο είδη κυττάρων, τα επιθηλιακά κύτταρα, που βρίσκονται προς τα έξω (καλυπτήρια) και τα εσωτερικά επιθηλιακά κύτταρα, που είναι αισθητικά κύτταρα. Οι διάφορες ουσίες, ακόμα και τα αέρια, για να προκαλέσουν την αίσθηση της γ. πρέπει να είναι διαλυμένες· είναι απαραίτητη επομένως η λειτουργία των σιελογόνων αδένων που προσφέρουν το απαραίτητο νερό για τη διάλυση. Η αίσθηση της γ. προκαλείται από τη δράση των διαλυμένων ουσιών πάνω στους υποδοχείς των γευστικών καλύκων. Οι γευστικές εντυπώσεις προκαλούνται από συνδυασμούς των τεσσάρων βασικών κατηγοριών της γ.: γλυκό, πικρό, αλμυρό και ξινό. Η ίδια γευστική ουσία μπορεί να προκαλέσει γ. διαφορετικής ποιότητας, αν έλθει σε επαφή με διάφορα μέρη του στόματος. Οι γευστικές εντυπώσεις επίσης έχουν διαφορετική ένταση πάνω στη γλώσσα. Οι άκρες της γλώσσας είναι πιο ευαίσθητες στις ξινές γεύσεις, η κορυφή και οι άκρες στις αλμυρές και η βάση της γλώσσας στις πικρές γ. Οι άλλες γευστικές εντυπώσεις, όπως για παράδειγμα το ελαιώδες, το αρωματικό, το καυστικό, το στυφό, το αλκαλικό και το μεταλλικό, είναι αποτέλεσμα του συνδυασμένου ερεθισμού των νευρικών κέντρων με πληροφορίες που προέρχονται από τους υποδοχείς της γ., της αφής, της όσφρησης, της θερμοκρασίας και του πόνου μέσα στη στοματική κοιλότητα.
Η όσφρηση έχει μεγάλη σημασία ως παράγοντας της γ. και τα άτομα που τη στερούνται (π.χ. από συνάχι) δεν αισθάνονται τη γ. των φαγητών που τρώνε. Η γ. επηρεάζει την όρεξη και την πέψη και εξαρτάται από την κατάσταση που βρίσκεται ο οργανισμός. Η έλλειψη μιας ουσίας (π.χ. ζάχαρη, αλάτι) στον οργανισμό προκαλεί αυξημένη ευαισθησία στους γευστικούς υποδοχείς, ενώ η περίσσεια δημιουργεί αρνητική γευστική αντίδραση για τη συγκεκριμένη ουσία. Η ελάχιστη συγκέντρωση των διαλυμάτων που μπορεί να προκαλέσει την αίσθηση της γ. διαφέρει από ουσία σε ουσία (0,4% για τη ζάχαρη και 0,00005% για την κινίνη). Έχει επίσης παρατηρηθεί ότι όταν αυξάνει το μοριακό βάρος των ανόργανων αλάτων, η γ. τους αλλάζει και από αλμυρή γίνεται πικρή. Δεν έχει βρεθεί όμως μία σαφής σχέση ανάμεσα στις φυσικές και χημικές ιδιότητες των ουσιών και στη γευστική εντύπωση που προκαλούν, παρά τις προσπάθειες πολλών επιστημόνων προς την κατεύθυνση αυτή.
* * *η (AM γεῡσις)1. μία από τις πέντε αισθήσεις, με την οποία τα γευστικά ερεθίσματα μετατρέπονται σε νευρικές διεγέρσεις2. το αποτέλεσμα τής γεύσης, η ειδική εντύπωση που απομένει στο γευστικό αισθητήριο, αφού δοκιμάσουμε κάτι (πικρή γεύση, γλυκιά, στυφή κ.λπ.)3. το να δοκιμάζει κανείς κάτι, το να αποκτά εμπειρία κάποιου πράγματος (α. «ὁ βασιλεὺς εἰληφὼς γεῡσιν τῆς... εὐτολμίας» — αφού πήρε μια ιδέα για την τόλμη, ΠΔβ. «πήραμε μια γεύση τής κατάστασης που επικρατεί» — σχηματίσαμε μια πρώτη εντύπωση)νεοελλ.η νοστιμιά («δεν έχει γεύση», «δεν έχει καμιά γεύση»)αρχ.1. η τροφή2. το πίσω μέρος τής γλώσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για τον αρχαίο τ., τότε γεύσις < *γεύστις < *γεύσ-ομαι τού ρ. γεύομαι*}.
Dictionary of Greek. 2013.